“Δρόμοι παλιοί” Με την χορωδία της Λέσχης

Στον τρίτο χρόνο λειτουργία της η χορωδία της Εργατικής Λέσχης Ν. Σμύρνης παρουσιάζει κάποια από τα τραγούδια προηγούμενων εκδηλώσεων

 

Ήταν Οκτώβρης του 2014 που η χορωδία της ΕΛΝΣ έκανε την πρώτη της πρόβα. Μας χώρεσε η μικρότερη αίθουσα της Λέσχης, 8 άτομα γύρω από ένα τραπέζι με ένα αρμόνιο. Μα από την πρώτη στιγμή νιώθαμε ότι αυτό που ξεκινάμε ήταν πολύ σημαντικό. Όχι για την τέχνη, όχι για τον κόσμο, μα για μας τους ίδιους. Πολύ σύντομα αβγατίσαμε. Κι η πρώτη πρόσκληση – πρόκληση ήρθε από τη θεατρική ομάδα. Βάρναλης. Όλα τα τραγούδια βέβαια μονοφωνικά. Κι όχι πολλά, πέντε όλα κι όλα. Όσα αρκούσαν για να ντύσουν τα ποιήματα που απάγγελλαν τα μέλη της θεατρικής ομάδας και τον Γιώργο Ζιόβα που υποδυόταν τον ίδιο τον ποιητή.

 

Η Μπαλάντα του Αντρίκου

Μ. Θεοδωράκης – Κ. Βάρναλης

Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα κι η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.

Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.

Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.

 

Γεια χαρά καλή

Σ. Κουγιουμτζής – Κ. Βάρναλης

Πάνω στου πελάγου το σπιθάτ’ αφρό
Έστησα χορό φεύγω αναχωρώ

Έκανα φτερά κι έγινα πουλί
Γεια χαρά καλή και μην κλαις πολύ

Ντύθηκα γαμπρός από καινουργής
άστρο της αυγής έβγα να με δεις

Φεύγω μοναχός σε νησί τρανό
Μεσ’ το γαλανό τον ωκεανό

 

Η χορωδία άρχισε να συμμετέχει στις διάφορες εκδηλώσεις και δράσεις της Λέσχης. Μια από τις κυριότερες τα τελευταία χρόνια αφορούσαν τους πρόσφυγες. Γράψαμε ειδικά για το δράμα τους το τραγούδι που θα ακούσετε.

 

ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΟ

Σ. Μαρίνη
Το ταξίδι ξεκινάς Θάλασσα της λευτεριάς
Ή περνάς ή θα χαθείς Νόμος της ντροπής.

Το κορμάκι σου γυμνό σκύβω και το προσκυνώ
Η αγκαλιά μου είναι μικρή για να ζεσταθεί

Με τα κύματα δεν παίζεις δεν γελάς
Δεν είναι για σένα ώρα ξενοιασιάς
Χτίζουνε στην άμμο κάστρα τα παιδιά
Χτίζεις με το σώμα σου μνημείο απανθρωπιάς (2)

Το ταξίδι …

Του πολέμου φτάνει ως εδώ η βουή
Μα τ’ αφτιά τους έχουν σφαλιστά οι πολλοί.
Όποιος συνηθάει με το θεριό να ζει
Σύντομα θα γίνει του θηρίου το φαΐ. (2)
Το δράμα των προσφύγων το είδαμε και από την οπτική της αλληλεγγύης, αλλά και ως μία ακόμη αφορμή να υψώσουμε φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στους πολέμους των ιμπεριαλιστών.

 

Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου (απόσπασμα)

Θ. Μικρούτσικος – Μ. Μπρεχτ

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ
Ο λόγος; Έχουνε κι όλας φάει
Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να’χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής
Πώς ν’αναρωτηθούν πού’θε έρχονται
Και πού πηγαίνουν
Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τά’ χουν ακόμα δει
Όταν σημαίνει η ώρα τους

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε:
Πόλεμος και ειρήνη
είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά
Όμως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους
μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους
καθώς ο γιος από την μάνα
Έχει τα δικά της απαίσια χαρακτηριστικά
Ο πόλεμός τους σκοτώνει
ό,τι άφησε όρθιο η ειρήνη τους
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Μιλάνε για ειρήνη
Ο απλός λαός ξέρει
Πως έρχεται ο πόλεμος
Όταν αυτοί που είναι ψηλά
Καταριούνται τον πόλεμο
Διαταγές για επιστράτευση
Έχουν υπογραφεί
Σαν θα ’ρθει η ώρα της πορείας
πολλοί δεν ξέρουν
πως επικεφαλής βαδίζει ο εχθρός τους
η φωνή που διαταγές τους δίνει
είναι του εχθρού τους η φωνή
Εκείνος που για τον εχθρό μιλάει
είναι ο ίδιος τους ο εχθρός.
Νύχτα…
Τ’ ανδρόγυνα ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους
Οι νέες γυναίκες θα γεννήσουν ορφανά…

Όμως το αντί πρέπει να συνδυάζεται και με ένα όραμα. Αυτό μας δίνει το κουράγιο να αντιστεκόμαστε και να πολεμάμε, όσο κι αν οι συνθήκες φαίνονται τελείως αντίξοες.

Πως να σωπάσω μέσα μου

Σ. Ξαρχάκος – Κ. Κινδύνης

Πώς να σωπάσω μέσα μου
την ομορφιά του κόσμου;
Ο ουρανός δικός μου
η θάλασσα στα μέτρα μου

Πώς να με κάνουν να τον δω
τον ήλιο μ’ άλλα μάτια;
Στα ηλιοσκαλοπάτια
Μ’ έμαθε η μάνα μου να ζω…

Στου βούρκου μέσα τα νερά
ποια γλώσσα μου μιλάνε
αυτοί που μου ζητάνε
να χαμηλώσω τα φτερά;

Ο επόμενος ποιητής με τον οποίο ασχοληθήκαμε ήταν ο Καββαδίας. Τρεις εκλεκτοί καλεσμένοι μας μίλησαν για τον ποιητή και για τις μελοποιήσεις του έργου του. Ξεχωρίσαμε εκείνες της Μαρίζας Κωχ και του Θάνου Μικρούτσικού, αλλά μας εντυπωσίασε και η δροσερή μελοποίηση από τον Πάνο Σαββόπουλο..

Η Αρμίδα

Π. Σαββόπουλος – Ν. Καββαδίας

Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ’ αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που `χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.

Ξεχασμένο τ’ άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.

Η πλώρια Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.

Κι έπειτα στις ξέρες του Ανκορά
τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.

Το Πούσι

Μ. Κωχ – Ν. Καββαδίας

Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ’ είδες
έχω απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ’ απ’ τις Εβρίδες.

Θεσαλονίκη

Θ. Μικρούτσικος – Ν. Καββαδίας

Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή
τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί

Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού
εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ
αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό

 

Η πρώτη μας εκδήλωση σε αυτή την ταράτσα έγινε το Σεπτέμβρη του 2015. Είχε τίτλο: «Με το, λύχνο του άστρου» και το άστρο ήταν καλό μαζί μας. Κατάφερε να ζεστάνει τις καρδιές και τις δικές μας και όσων ήρθαν να μας ακούσουν.

 

Τ’ Αστέρι του βοριά

Μ. Χατζιδάκις – Ν. Γκάτσος

Τ’ αστέρι του βοριά
θα φέρει η ξαστεριά
μα πριν φανεί μέσα από το πέλαγο πανί
θα γίνω κύμα και φωτιά
να σ’ αγκαλιάσω ξενιτιά

Κι εσύ χαμένη μου Πατρίδα μακρινή
θα γίνεις χάδι και πληγή
σαν ξημερώσει σ’ άλλη γη

Τώρα πετώ για της ζωής το πανηγύρι,
Τώρα πετώ για της χαράς μου τη γιορτή

Φεγγάρια μου παλιά
καινούρια μου πουλιά
διώχτε τον ήλιο και τη μέρα απ’ το βουνό
για να με δείτε να περνώ
σαν αστραπή στον ουρανό.

 

Όμορφη πόλη

Μ. Θεοδωράκης – Γ. Θεοδωράκης

Όμορφη πόλη φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα

Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου

Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου

Η νύχτα έφτασε τα παράθυρα κλείσαν
η νύχτα έπεσε οι δρόμοι χαθήκαν

 

Το να μην τραγουδήσεις τον έρωτα είναι σαν να κάνεις αφιέρωμα στο λαϊκό – ρεμπέτικο τραγούδι χωρίς να πεις Τσιτσάνη. Μα πάλι να πεις τραγούδια που τον φτηναίνουν είναι ιεροσυλία.

Λιανοτράγουδα

Μ. Χατζιδάκις – Παραδοσιακό

Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
ένα που βγαίνει το πουρνό όταν γλυκοχαράζει.

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,
που στέκεις πάντα δροσερό, κι ανθείς και λουλουδίζεις.

Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.
Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
κι όταν σε συλλογίζομαι, τρέμω κι αναστενάζω.

Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
και την ψυχή και την καρδιά εσύ μου την ορίζεις.

Να ’χα το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
το φεγγαράκι της αυγής να ’ρχόμουν κάθε βράδυ.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.
Εγώ είμ’ εκείνο το πουλί που στη φωτιά σιμώνω,
καίγομαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω.

Σαν είν’ η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λιώνει
ανθεί και δένει στην καρδιά και ξανακαινουργώνει.

Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι
χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλληκάρι.
Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.

 

Αερικό

Θ. Παπακωνσταντίνου

Όλα του κόσμου τα πουλιά
όπου κι αν φτερουγίσαν
όπου κι αν χτίσαν τη φωλιά
όπου κι αν κελαηδήσαν

Εκεί που φτερουγίζει ο νους
εκεί που ξημερώνει
μαργώνουν τα πουλιά της γης
κι ούτε ένα δεν ζυγώνει

Σαν αερικό θα ζήσω
σαν αερικό

Ανάσα είναι καυτερή
και στέπα του Καυκάσου
η σκέψη που παραμιλά
και λέει τα όνειρά σου

Όσες κι αν χτίζουν φυλακές
κι αν ο κλοιός στενεύει
ο νους μας είναι αληταριό
που όλο θα δραπετεύει

Σαν αερικό θα ζήσω
σαν αερικό

Σαν αερικό θα ζήσω
σαν αερικό

 

Γεια σου κύριε μενεξέ

Δ. Λάγιος – Ο. Ελύτης

Δύο συ και τρία γω
πράσινο πεντόβολο
μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε μενεξέ.

Σιντριβάνι και νερό
και χαμένο μου όνειρο.
Σιντριβάνι και νερό
και χαμένο μου όνειρο.

Χοπ αν κάνω δεξιά
πέφτω πάνω στη ροδιά.
Χοπ αν κάνω αριστερά
πάνω στη βατομουριά.

Το `να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη
τ’ άλλο στον αέρα πιάνει
πεταλούδα που δαγκάνει

 

Με το λύχνο του άστρου – απόσπασμα από το Άξιον εστί

Μ. Θεοδωράκης – Ο. Ελύτης

ΗΡΘΑΝ
με τα χρυσά σιρίτια
τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία !
Και τη σάρκα μου στα δυο μοιράζοντας
και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας έφυγαν.
“Γι’ αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσίας,
και για μας της φήμης ο καπνός,
αμήν.”
Και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα
όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε.
την ηχώ ακούσαμε γνωρίσαμε ξανά
με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε :
Για μας, το ματωμένο σίδερο
και τριπλά εργασμένη προδοσία.
Για μας η αυγή στο χάλκωμα
και τα δόντια τα σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη
ο δόλος και τ’ αόρατο γάγγαμο.
Για μας το σύρσιμο της γης
ο κρυφός όρκος μες στα σκοτεινά
των ματιών η απονιά
κι η ποτέ καμιά, καμιά ποτέ Ανταπόδοση.
Αδελφοί μάς εγέλασαν !
“Γι’ αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσίας,
και για μας της φήμης ο καπνός,
αμήν.”
Αλλά συ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου
με το λόγο σου άναψες, του αθώου στόμα
θύρα της Παράδεισος !
Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε
της πνοής σου παίγνιο
και το κράτος και τη βασιλεία του !

Με το λύχνο του άστρου

Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!

Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ’ αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!

 

Είπαμε ότι χωρίς Τσιτσάνη δεν γίνεται αφιέρωμα στο ρεμπέτικο. Ε ούτε και στο έντεχνο γίνεται.

 

Ό,τι και αν πω δε σε ξεχνώ

Β. Τσιτσάνης

Ό,τι κι αν πω δε σε ξεχνώ
και μπρος στην πόρτα σου περνώ
σου λέω λόγια μαγικά
με το μπουζούκι μου γλυκά

Κλαίω με δάκρυα και καημό
και με πικρό αναστεναγμό
πως πάντα λιώνω και πονώ
για σε μικρό μελαχρινό

Έχουν σωπάσει τα πουλιά
και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σου φέρνει ο άνεμος γλυκά
τα λόγια μου τα μαγικά

Πέρυσι το καλοκαίρι στην ταράτσα κάναμε αφιέρωμα στον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. Ο στίχος «Και να που φτάσαμε εδώ χωρίς αποσκευές» ήταν σαν να περιέγραφε την πορεία της χορωδίας μας.

 

Αλλά τα βράδια

Γ. Τσαγκάρης – Τ. Λειβαδίτης

Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος…

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται…

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου `ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες…
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών…

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!

Δος μου το χέρι σου..
Δος μου το χέρι σου..

Γερνάς και σκοτεινιάζει

Μ. Λοΐζος – Τ. Λειβαδίτης

Ήταν ατέλειωτη η μέρα
κι ως νύχτωνε σε μια γωνιά
μ’ ένα τσιγάρο του πατέρα
τους άντρες παίζαμε κρυφά.

Τώρα η μέρα σε τρομάζει
γύρω αποτσίγαρα σωρός
και πια δεν είναι γυρισμός
γερνάς και σκοτεινιάζει.

Γέλια παιδιών έξω απ’ το σπίτι
πέτρες στην τσέπη της ποδιάς
μα έφτανε ένα νεκρό σπουργίτι
για να σε κάνει να πονάς.

 

Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν

Σ. Μαρίνης – Τ. Λειβαδίτης

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια

φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.

 

Κάπου εδώ τελειώνει η αναδρομή στην πορεία της χορωδίας μας. Δεν ήταν πλήρης, γιατί ποιος θα μας άντεχε άλλη τόση ώρα; Δρόμοι παλιοί ήταν ο τίτλος, παρμένος από τον επόμενο ποιητή που θα παρουσιάσουμε το Σεπτέμβρη που μας έρχεται. Μιλώ για τον Μανώλη Αναγνωστάκη.

Δρόμοι παλιοί

Μ. Θεοδωράκης – Μ. Αναγνωστάκης

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε